Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκατακρίνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκατακρίνομαι [aftokatakrínome] (L)
  • reproach, criticize, or condemn o.s.:
    • ο ποιητής αυτοστιγματίζεται, αυτοκατακρίνεται, αυτοχτυπιέται, μαστιγώνεται (Palam)

[fr kath (neol) αυτοκατακρίνομαι, cpd w. κρίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες