Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκαταδικάζομαι [aftokataδikázome] Ρ2.1β : καταδικάζω τον εαυτό μου, επιφέρω την καταδίκη μου με τους δικούς μου λόγους ή πράξεις.
[λόγ. αυτο- + καταδικάζομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαταδικάζομαι [aftokata∂ikázome] aor subj αυτοκαταδικασθώ, (L)
- condemn or sentence o.s.:
- η τέχνη δεν .. έχει τη δυνατότητα να είναι, χωρίς να αυτοπροδοθεί και να αυτοκαταδικασθεί, ένα αντίγραφο, μια απομίμηση της ζωής (Thrylos) |
- επαρχιώτικο είναι .. να κοιτάζεις διαρκώς προς ό,τι θεωρείς πρωτεύουσα, .. να ζηλεύεις, να αυτοκαταδικάζεσαι μέσα στην συνείδησή σου (Dimaras) |
- ο μόνος τρόπος να μείνει κανένας ανέπαφος από πιτσυλίσματα είναι ν' αυτοκαταδικάζεται στην αδράνεια (Terzakis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1893]) αυτοκαταδικάζομαι, cpd w. καταδικάζομαι]
- condemn or sentence o.s.:



