Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαταδίκη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκαταδίκη η [aftokataδíki] Ο30 : το να καταδικάζει κάποιος τον εαυτό του, το να γίνεται ο ίδιος αίτιος της καταστροφής του: Mε τα λόγια του υπέγραψε την ~ του.

[λόγ. αυτο- + καταδίκη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαταδίκη [aftokata∂íci] η, (L)
  • self-condemnation (near-syn αυτοκατάκριση):
    • η ομολογία του αυτή είναι μια αυτοκατηγόρια, ~, αυτομαρτύριο (Athanasiadis-N) |
    • ο σκεπτικισμός .. είναι ένας αργός λόγος, που .. περιέχει την ~ του (Tatakis) |
    • ενώ υποσχέθηκε στον άνθρωπο την πραγματική του ευδαιμονία, τον οδήγησε στην πραγματική του ~ (Theodorakop) |
    • εγνώριζε την ψυχολογία της αυτοκαταδίκης, που είχε κυριέψει τους δύο εχθρούς του (Roussos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1892]) αυτοκαταδίκη, cpd w. καταδίκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες