Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκατάκριση [aftokatákrisi] η, (L)
- criticism of o.s., self-reproach, self-condemnation (near-syn αυτοκαταδίκη):
- μανία της αυτοκατάκρισης |
- αυτή την ~ ο ποιητής την αποδίδει στον πόθο της χριστιανικής και της βουδικής εξομολόγησης (Chourmouzios) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1880, 1890]) αυτοκατάκρισις, cpd w. κατάκρισις]
- criticism of o.s., self-reproach, self-condemnation (near-syn αυτοκαταδίκη):



