Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαλούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαλούμενος, -η, -ο [aftokalúmenos] (L)
  • calling o.s., self-styled (syn αυτοαποκαλούμενος, αυτονομαζόμενος):
    • ο ~ πρωθυπουργός |
    • τρομοκρατική δράση του αυτοκαλούμενου Eρυθρού Σταυρού |
    • ποιο σκοπό εξυπηρετούν σε ένα καθεστώς αυτοκαλούμενο ελεύθερο και δημοκρατικό; (Psathas) |
    • διάδοχος της αρχαίας φιλοσοφίας είναι όχι η νεώτερη αυτοκαλούμενη φιλοσοφία, αλλά η νεώτερη επιστήμη (Lambridi)

[fr kath (Koumanoudis) αυτοκαλούμενος, prp of αυτοκαλούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες