Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαλλιέργεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαλλιέργεια [aftokaliéryia] η, (L)
  • ① agric cultivation performed by the owner himself:
    • η εκμετάλλευση των συκεώνων ασκείται στη Mεσσηνία με ~
  • ② fig training or development of one's mind or capacities through one's own efforts, self-culture, self-development (near-syn αυτομόρφωση):
    • αισθάνεται την εθνική απογοήτευση σαν μια παρόρμηση .. στην ~, στην εσωτερική κατεργασία (Chourmouzios) |
    • η ~ αυτή πραγματοποιείται μόνο με την ενδοσκόπησή μας (Panagiotop) |
    • την τεχνική της [λογοτεχνίας] τη σπουδάζει καθένας μόνος του με αναγνώσεις, με ~ (Thrylos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1889]) αυτοκαλλιέργεια, cpd w. καλλιέργεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες