Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαθορισμός [aftokaθorizmós] ο, (L)
- ① process of determining or deciding sth by or for o.s., self-determination (ant ετεροκαθορισμός):
- ηθικός ~ |
- ~ της βούλησης |
- ο ~ έχει μεγαλύτερο βάρος από την αλλότρια καθοδήγηση (Papanoutsos) |
- το βρέφος δεν έχει αυτοκαθορισμό της ζωής του, δεν καθορίζει με τον ίδιο το λογισμό του .. τι πρέπει να πράξει ή να παραλείψει (Despotop)
- ② polit ability or right to choose one's own political status or form of government, self-determination (syn αυτοδιάθεση):
- ο πολιτικός ~ των Bιετναμέζων
[fr kath (neol) αυτοκαθαρισμός, cpd w. καθορισμός]
- ① process of determining or deciding sth by or for o.s., self-determination (ant ετεροκαθορισμός):



