Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκαθαρισμός ο [aftokaθarizmós] Ο17 : ο καθαρισμός συσκευής, μηχανισμού κτλ. με δική του αυτόματη λειτουργία: Σύστημα αυτοκαθαρισμού.
[λόγ. αυτο- + καθαρισμός μτφρδ. αγγλ. self-cleaning]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαθαρισμός [aftokaθarizmós] ο, (L)
- ① natural process of purification not involving external agents, self-purification (syn αυτοκαθαρμός 1, αυτοκάθαρση 1):
- τα βακτήρια ενεργούν ως παράγοντες αυτοκαθαρισμού του περιβάλλοντος
- ② process of morally cleansing o.s., self-purification (syn αυτοκαθαρμός 2, αυτοκάθαρση 2):
- αυτή η χειρονιψία .. αποτελούσε ένα είδος συμβολικού αυτοκαθαρισμού, ομολογίας του αδικήματος (Stasinop)
[fr kath (neol) αυτοκαθαρισμός, cpd w. καθαρισμός]
- ① natural process of purification not involving external agents, self-purification (syn αυτοκαθαρμός 1, αυτοκάθαρση 1):



