Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκίνηση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκίνηση [aftocínisi] η, (L)
  • ① self-motion, self-propulsion, autokinesis:
    • τρόλεϊ νέου τύπου με δυνατότητα αυτοκίνησης χωρίς κεραία έως πέντε χιλιόμετρα |
    • πνεύμα χωρίς κίνηση, και μάλιστα χωρίς ~, δεν είναι νοητό (Theodorakop)
  • ② self-powered functioning or operation:
    • τα ενεργειακά εργοστάσια με πεπιεσμένο αέρα παρακρατούν τα δύο τρίτα της ενέργειας, που παράγουν για τη δική τους ~

[fr kath αυτοκίνησις (cf αυτοκινείσθαι Koumanoudis) ← PatrG, K 'self-motion', cpd w. κίνησις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go