Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοερωτισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοερωτισμός ο [aftoerotizmós] Ο17 : α.παθολογική εκδήλωση γενετήσιου ενστίκτου κατά την οποία αντικείμενο του ερωτισμού κάποιου είναι ο ίδιος ο εαυτός του. β. αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός.

[λόγ. αυτο- + ερωτισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοερωτισμός [aftoerotizmós] ο, (L) (& αυτερωτισμός)
:
  • η παιδική ηλικία είναι η ηλικία του αυτοερωτισμού |
  • ο ~ παρατηρείται στο παιδί, επειδή αγγίζει τυχαία τα γεννητικά του όργανα και ανακαλύπτει ότι αυτό του προξενεί ευχαρίστηση
  • ① love directed to o.s., self-love (near-syn αυτολατρεία):
    • υπάρχει ένας ερωτισμός ανάμεσα στο δημιουργό και στο αντικείμενο, .. που γίνεται στο τέλος ~, ένας ναρκισσισμός (Xefloudas)

[fr kath (neol) αυτοερωτισμός, cpd w. ερωτισμός; cf αυτοερωτεύεσθαι (Karkavitsas)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες