Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεπιβεβαίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοεπιβεβαίωση η [aftoepivevéosi] Ο33 : η συνειδητή ή μη συνειδητή προσπάθεια κάποιου να ενεργεί έτσι, ώστε ο ίδιος να αποδεικνύει στον εαυτό του την αξία του ή τις ικανότητές του μέσο ενός επιτυχούς αποτελέσματος: H επιτυχία στο επάγγελμα δίνει την ~. Zητάει την ~ στην εργασία του.

[λόγ. αυτο- + επιβεβαίωση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεπιβεβαίωση [aftoepivevéosi] η, (L)
  • self-assurance, self-reassurance (syn αυτοβεβαίωση):
    • νέα ή ώριμη, έχει ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης

[cpd w. kath επιβεβαίωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες