Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεξόριστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοεξόριστος -η -ο [aftoeksóristos] Ε5 : που εξορίστηκε με τη θέλησή του: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον αμνήστευσαν, αλλά αυτός συνέχισε να ζει ~ στο Παρίσι.

[λόγ. αυτο- + εξόριστος μτφρδ. αγγλ. self-exiled]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξόριστος1 [aftoeksόristos] ο,
  • self-exiled person, expatriate (syn εκπατρισμένος):
    • να ξέρω αν πρέπει να πετάξω στην Aθήνα .. ή να μείνω εδώ θλιβερός ~ όλη μου τη ζωή (Nirvanas) |
    • ακολούθησε η κατάρρευση της ναπολεόντιας εκστρατείας, ώστε οι αυτοεξόριστοι γύρισαν πίσω στο Bερολίνο (Louros) |
    • δεν είχαν την υπομονή να το περιμένουν [το θαύμα] ούτε και οι αυτοεξόριστοι του πνεύματος και της πολιτικής (Vafop)

[substantiv. m of αυτοεξόριστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξόριστος2, -η, -ο [aftoeksόristos] (& αυτεξόριστος)
  • self-exiled:
    • βρίσκεται ~ στις HΠA |
    • ~ από τα εγκόσμια |
    • έμεινε ως το τέλος της ζωής του ~ στη μονή της Aγίας Mαρίνας (Kanellop) |
    • αυτεξόριστος σε ξένη γη .. άλλο δεν νοσταλγούσε παρά μια φούχτα χώμα της Kρήτης (Panagiotop) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1890, 1896]) αυτοεξόριστος, cpd w. εξόριστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες