Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεμπιστοσύνη [aftoembistosíni] η,
- self-confidence (syn αυτοπεποίθηση):
- ο Σταγειρίτης έχει μεγάλη ~ και συναίσθημα υπεροχής αντίκρυ στους άλλους ακαδημεικούς (Despotop)
[cpd w. εμπιστοσύνη]
- self-confidence (syn αυτοπεποίθηση):



