Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεκτίμηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεκτίμηση [aftoektímisi] η, (L)
  • self-esteem, self-respect (syn αυτοσεβασμός):
    • όλα, εκτός από την ~, είναι χωρίς σημασία και νόημα (Thrylos) |
    • αδιάκοπα συγκρατείται, για να μη φανερώσει μιαν ~, που θα τον εξέθετε (Chatzinis)

[fr kath (neol) αυτοεκτίμησις, cpd w. εκτίμησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες