Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεκτίμηση [aftoektímisi] η, (L)
- self-esteem, self-respect (syn αυτοσεβασμός):
- όλα, εκτός από την ~, είναι χωρίς σημασία και νόημα (Thrylos) |
- αδιάκοπα συγκρατείται, για να μη φανερώσει μιαν ~, που θα τον εξέθετε (Chatzinis)
[fr kath (neol) αυτοεκτίμησις, cpd w. εκτίμησις]
- self-esteem, self-respect (syn αυτοσεβασμός):