Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδικαίως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικαίως [afto∂icéos] adv (L)
  • ① by the mere operation of the law, without further procedure, ipso jure (syn αυτοδίκαια):
    • αφότου γίνει η παράδοση, ο οφειλέτης αποκτά ~ την κυριότητα του τίτλου (Christidis AK) |
    • το νομικό πρόσωπο βρίσκεται ~ σε εκκαθάριση μόλις διαλυθεί (ib)
  • ② by reason of inherent right, rightfully, legitimately (syn δικαιωματικά):
    • κάθε πολίτης συμπράττει ~ εις την έκφραση της κοινοτικής βουλήσεως (Kolyva) |
    • η N. ήταν ~ βαρώνη του Aργκαινταίηλ (Tsirkas) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis)

[([1835 etc]) αυτοδικαίως, rendering Lat ipso jure 'by operation of law')]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικαίωση [afto∂icéosi] η,
  • justification or validation of o.s.:
    • η ποίηση υψώνεται σε μια πνευματική ~ μέσα σ' ένα αδιάλειπτο διάλογο εσωτερικό (Spandonidis)

[cpd w. δικαίωση ← PatrG, K, AG δικαίωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες