Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιαχείριση η [aftoδiaxírisi] Ο33 : η διαχείριση μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού κτλ. από τους ίδιους τους εργαζομένους: Ο γιουγκοσλαβικός σοσιαλισμός στηρίχτηκε πρώτα και κύρια στην ~.
[λόγ. αυτο- + διαχείρι(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autogestion (auto- = αυτο-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιαχείριση [afto∂iaçírisi] η, (L) industry
- management of a company by its own workers, autogestion:
- ~ των εργοστασίων, των ορυχείων |
- σοσιαλιστική ~ |
- ~ και μονοκομματισμός δεν συμβαδίζουν |
- οι πλατιές κοινωνικοποιήσεις θα εισαγάγουν την ~ στους τόπους εργασίας |
- ο μαρξισμός είναι βασισμένος στην ~ και στην αποκέντρωση
[neol, cpd w. διαχείριση (← kath διαχείρισις), calqued on Fr autogestion]
- management of a company by its own workers, autogestion: