Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδιέγερση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιέγερση [afto∂iéyersi] η, (L) electr
  • excitation of an electrical apparatus by means of current produced by the apparatus itself, self-excitation:
    • ~ γεννήτριας |
    • η ~ του ταλαντωτή

[fr kath (neol) αυτοδιέγερσις, cpd w. διέγερσις; cf Fr auto-excitation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες