Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδέσμευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδέσμευση [afto∂ézmefsi] η, pl αυτοδεσμεύσεις
  • self-imposed bond, restriction, or commitment (near-syn αυτοπεριορισμός):
    • η ηθική .. αυτονομία και ~ είναι ολωσδιόλου αδιανόητη δίχως την εσωτερική κατάφαση προς το χρέος (Theodorakop) |
    • η προοδευτική ~ των ενστίκτων είχε θεωρηθεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτισμού (Panagiotop) |
    • το πνεύμα αίρει αυτές τις αυτοδεσμεύσεις και τους περιορισμούς (Tatakis)

[fr kath (neol) αυτοδέσμευσις, der of αυτοδεσμεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες