Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτογραφία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτογραφία [aftoγrafía] η, (L) typogr
  • process of producing copies by transferring the original directly onto the printing surface, autography

[fr kath (neol) αυτογραφία ← Fr autographie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες