Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτογκόλ το [aftogól] Ο (άκλ.) : (ποδ.) το γκολ που πετυχαίνει παίχτης σε βάρος της δικής του ομάδας από εσφαλμένη ενέργεια.
[λόγ. αυτο- + γκολ μτφρδ. γερμ. Selbsttor]



