Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτογαμία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτογαμία η [aftoγamía] Ο25 : (βιολ.) η ένωση θηλυκού και αρσενικού γεννητικού κυττάρου στους ερμαφρόδιτους οργανισμούς· αυτογονιμοποίηση.

[λόγ. < γαλλ. autogamie < auto- = αυτο- + αρχ. γάμ(ος) -ie = -ία (πρβ. ελνστ. αὐτόγαμος `(γη) που παράγει μόνη της΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτογαμία [aftoγamía] η, (L) biol
  • self-fertilization, autogamy (syn αυτογονιμοποίηση, ant αλλογαμία)

[fr kath (neol) αυτογαμία, der of MG αυτόγαμος (this cpd w. γάμος) w. suff -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go