Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοβούλως
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοβούλως [aftovúlos] adv (L)
  • ① of one's own free will, willingly, voluntarily (syn in αυτόβουλα 1):
    • αποφάσισε να το κόψει [το τσιγάρο] ~ (Psathas) |
    • η πολιτεία για πρώτη φορά ~ ερχόταν να αναγνωρίσει επίσημα το έργο τους (Vafop) |
    • ο ήρωας σχεδόν ~ ετέθη στο περιθώριο (IPetrop) |
    • όλα τα άλλα φύλλα .. ανέστειλαν την έκδοσή τους αναγκαστικά ή ~ (Angelou)
  • ② of one's own accord, at will, independently, arbitrarily (syn in αυτόβουλα 2):
    • ζήτησε την άμεση απομάκρυνση του αρχηγού της αστυνομίας, αν ενεργεί ~

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοβούλως, der of αυτόβουλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go