Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοαναλύομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοαναλύομαι [aftoanalíome] Ρ9β : περιγράφω τον εαυτό μου και τις πράξεις μου: Tου αρέσει να αυτοαναλύεται.

[λόγ. αυτο- + αναλύομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαναλύομαι [aftoanalíome] aor subj αυτοαναλυθώ, (L)
  • analyze o.s. or one's personality:
    • άνθρωπος .. που αυτοαναλύεται δε μπορεί να δημιουργήσει δράμα (Athanasiadis-N) |
    • αυτοψυχογραφείται και αυτοαναλύεται κάθε που θα το φέρει ο λόγος (Diomatari) |
    • επιζητούν την απομόνωση κυρίως για να βρουν τον εαυτό τους, να αυτοαναλυθούν, να στοχασθούν (Stasinop)

[fr kath (neol) αυτοαναλύομαι, cpd w. αναλύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες