Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοανάλυση [aftoanálisi] η, (L) (& αυτανάλυση)
- :
- το λογοτεχνικό του έργο αλάκερο είναι .. μια ~ επίμονη, που φτάνει τα σύνορα του ναρκισσισμού (Glinos) |
- τον κατέχει .. η μανία της αυτοανάλυσης, η ανάγκη να συνειδητοποιήσει καλύτερα τον εαυτό του (Theotokas) |
- να εξακριβωθεί η ειλικρίνεια των δηλώσεων του κατηγορουμένου κι η ικανότητά του γι' ~ (Evelpidis) |
- νικιέται πολλές φορές μια ψύχωση με την αυτανάλυση (Kanellop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοανάλυσις (1896, 1897), cpd w. ανάλυσις]



