Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοανάδειξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοανάδειξη [aftoaná∂iksi] η, (L)
  • betterment of one's material condition, self-advancement (near-syn αυτοπροώθηση, αυτοπροβολή):
    • ο K. είναι από τους ποιητές μας που δοκιμάστηκαν στην αγωνία της αυτοανάδειξης (Peranthis)

[fr kath (neol) αυτοανάδειξις, cpd w. kath ανάδειξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες