Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοακρωτηριασμός [aftoakrotiriazmós] ο, (L)
- amputation of a part of one's own body:
- fig θα ήταν ασυλλόγιστος ~.. το να θελήσουμε να εξουδετερώσουμε τα στοιχεία του πνευματικού εαυτού μας, που βρίσκονται σ' επαφή .. μαζί του (Theotokas)
[fr kath (neol) αυτοακρωτηριασμός, cpd w. ακρωτηριασμός; cf kath (Koumanoudis) αυτακρωτηρίασις]
- amputation of a part of one's own body: