Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοάμυνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοάμυνα η [aftoámina] Ο27α : η άμυνα που εξασφαλίζει κάποιος για τον εαυτό του με δικά του μέσα· (πρβ. αυτοπροστασία): Ομάδες αυτοάμυνας.

[λόγ. αυτο- + άμυνα μτφρδ. γαλλ. autodéfence (auto- = αυτο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοάμυνα [aftoámina] η, gen αυτοάμυνας & αυτοαμύνης, (L)
  • self-defense:
    • όλοι οι ασθενείς .. θα υποβάλλονται στην εξυγιαντική .. φυσική θεραπευτική, που τους ξαναδίδει τις ικανότητες προς ~ (Katsigra) |
    • είχαν να κάνουν με λαό ελεύθερο και εμποτισμένο από το αίσθημα της αυτοάμυνας (Palaiologos) |
    • η μέθοδος αυτή της πάλης .. χρησίμευε ως μέσον αποτελεσματικής αυτοάμυνας αόπλων ανθρώπων (Chantzinikou) |
    • ο διαλεκτικός τρόπος αποδείξεως του συγγραφέως δεν πετυχαίνει να αποκρύψει, ούτε και σ' ένα βιβλίο αυτοαμύνης, κολοσσιαία σφάλματα (Tsirpanlis)

[fr kath (neol) αυτοάμυνα, cpd w. άμυνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες