Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοΐαση [aftoíasi] η, (L)
- self-cure, self-treatment, auto-therapy (syn αυτοθεραπεία, αυτοθεραπευτική):
- τα κέντρα της αυτοΐασης κάνουν χρυσές δουλειές [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1894]) αυτοΐασις, cpd w. ασις (Hippocr. +); cf εξίασις (Theod. Stud.)]
- self-cure, self-treatment, auto-therapy (syn αυτοθεραπεία, αυτοθεραπευτική):



