Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτεξούσιο
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεξούσιο [afteksúsio] το, gen sg αυτεξουσίου, (L)
  • ① ability or right to control one's own affairs, self-government, self-determination, independence (syn η αυτεξουσιότητα, αυτοτέλεια, near-syn αυτοβουλία):
    • μετά την πτώση του .. ο άνθρωπος έχασε το ~ και μαζί και την ελευθερία του (Tatakis) |
    • ν' απεμπολήσουν με κάθε τρόπο το πνευματικό τους ~ και ν' αναθέσουν σε κάποιους άλλους να σκέφτονται για λογαριασμό τους (Terzakis) |
    • η έννοια .. του αυτεξουσίου πολύ δύσκολα μπορεί να στεγασθεί μέσα σε μια τόσο θεοκεντρική κοσμοαντίληψη (Papanoutsos) |
    • αν υπακούει στο νόμο ο λαός, υπακούει στο αυτεξούσιό του και το κάνει λεύτερα (Prevelakis)
  • ② self-existence, self-containment, independence (syn αυθυπαρξία, αυτονομία, αυτοτέλεια):
    • θεμελιώνει ακλόνητα το ~ της τέχνης αντίκρυ στην πραγματικότητα (Karouzos)

[fr kath το αυτεξούσιον & postmed ← PatrG, K, substantiv. n of αυτεξούσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
αυτεξούσιος, επίθ.· εφταξούσιος· ’φτεξούσιος.
  • 1)
    • α) Eλεύθερος, ανεξάρτητος:
      • (Eλλην. νόμ. 54178
      • τους άλλους δε εφταξούσιους άσι το μερτικόν τως (Φαλιέρ., Λόγ. 281
    • β) που είναι ελεύθερος από πατρική κηδεμονία:
      • (Eλλην. νόμ. 58011).
  • 2) Που αποφασίζει κατά τη δική του κρίση:
    • μόνι αυτεξούσιος έλεγες ότι δίκαιον ουκ είχεν (Xρον. Mορ. H 7451).
  • Tο ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η ελεύθερη βούληση:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 138
    • της δουλοσύνης ο ζυγός … χαλνά το αυτεξούσιον (Iστ. Bλαχ. 2587).

[μτγν. επίθ. αυτεξούσιος. O τ. εφτα‑ και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτεξούσιος -α -ο [afteksúsios] Ε6 : που μόνος αυτός εξουσιάζει τον εαυτό του, που δεν τον εξουσιάζει άλλος· ελεύθερος, ανεξάρτητος: Είμαι ~ και κάνω ό,τι μου αρέσει. || (ειδικότ., νομ.) που μπορεί να ασκήσει όλα τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα.

[λόγ. < ελνστ. αὐτεξούσιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεξούσιος, -α, -ο [afteksúsios] (L)
  • ① one's own master, self-governing, sovereign, autonomous, independent (syn αυτοδύναμος, αυτοκυρίαρχος, αυτόνομος, αυτοτελής):
    • ~ κυβερνήτης, λαός |
    • αυτεξούσια κυβέρνηση |
    • ~ κοινότητα, ενορία |
    • ~ προσωπικότητα |
    • αυτεξούσιο βασίλειο |
    • έθνος αυτεξούσιο δε γενήκαμε κι ίσως δε θα γίνουμε ποτές (Psichari) |
    • αισθανόταν πως ήταν στο σπίτι του νοικοκύρης, ~, βασιλιάς (Xenop) |
    • ~ είναι ο άνθρωπος κατά τη χριστιανική διδασκαλία (Tatakis) |
    • ήμουνα αυτεξούσια κι αποφασισμένη να κάνω του κεφαλιού μου (Tachtsis)
  • ⓐ law able and free to exercise one's full legal rights, free of guardianship, not restrained:
    • έγινε λοιπόν ~ ο Όθωνας, μονάρχης πια .. και καταργήθηκε η αντιβασιλεία (Petsalis)
  • ② self-existing, self-contained, independent (syn αυθύπαρκτος, αυτοδύναμος, αυτόνομος, αυτοτελής):
    • τα έργα τέχνης δεν είναι αυτεξούσια· εξαρτώνται άμεσα από την προσληπτικότητα του δέκτη (Thrylos) |
    • η πτυχολογία, χειραφετημένη από το σώμα, έχει γίνει μια αυτεξούσια ομορφιά (Karouzos) |
    • η λέξη καθεαυτή είναι αυτεξούσιο ον, ουσία με μαγικές ιδιότητες (DPetrop)

[fr kath αυτεξούσιος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), cpd w. ἐξουσία]

[Λεξικό Κριαρά]
αυτεξουσιότητα η.
  • Το να είναι κάπ. αυτεξούσιος, η ελεύθερη βούληση:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 382v).

[μτγν. ουσ. αυτεξουσιότης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεξουσιότητα [afteksusiόtita] η, (L)
  • ability or right to control one's own affairs, self-government, self-determination, autonomy, independence (syn in αυτεξούσιο 1):
    • το μοναδικό είδος αυτεξουσιότητας που μένει στο δούλο είναι η θέλησή του να ελευθερωθεί (Tatakis) |
    • το πνεύμα της χειραφέτησης από τους γονείς και της αυτεξουσιότητας .. καλλιεργεί με σύστημα η αμερικανική αγωγή (Theotokas) |
    • αυτήν την απειθαρχία και την ~ του βουλητικού την εκμεταλλεύεται ο ποιητής (Chourmouzios)

[fr kath αυτεξουσιότης ← MG, PatrG ← K, der of αυτεξούσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go