Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτεξουσιότητα η.
-
- Το να είναι κάπ. αυτεξούσιος, η ελεύθερη βούληση:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 382v).
[μτγν. ουσ. αυτεξουσιότης]
- Το να είναι κάπ. αυτεξούσιος, η ελεύθερη βούληση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτεξουσιότητα [afteksusiόtita] η, (L)
- ability or right to control one's own affairs, self-government, self-determination, autonomy, independence (syn in αυτεξούσιο 1):
- το μοναδικό είδος αυτεξουσιότητας που μένει στο δούλο είναι η θέλησή του να ελευθερωθεί (Tatakis) |
- το πνεύμα της χειραφέτησης από τους γονείς και της αυτεξουσιότητας .. καλλιεργεί με σύστημα η αμερικανική αγωγή (Theotokas) |
- αυτήν την απειθαρχία και την ~ του βουλητικού την εκμεταλλεύεται ο ποιητής (Chourmouzios)
[fr kath αυτεξουσιότης ← MG, PatrG ← K, der of αυτεξούσιος]
- ability or right to control one's own affairs, self-government, self-determination, autonomy, independence (syn in αυτεξούσιο 1):



