Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτεμβόλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεμβόλιο [aftemvόlio] το, (L) med
  • vaccine prepared fr cultures obtained fr the patient himself, autovaccine

[fr kath (neol) αυτεμβόλιον, calqued on ISV autovaccine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες