Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταρχισμός ο [aftarxizmós] Ο17 : ο χαρακτήρας του αυταρχικού πολιτικού καθεστώτος· αυταρχία: H αδιαφορία του πολίτη ενισχύει τις τάσεις αυταρχισμού του σύγχρονου κράτους. || (για πρόσ.) αυταρχική συμπεριφορά.
[λόγ. αυταρχ(ία) -ισμός απόδ. γαλλ. autocratie (δες στο αυταρχία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταρχισμός [aftar izmós] ο, (L)
- ① = αυταρχικότητα:
- κοινωνικός, κυβερνητικός ~ |
- πολίτευμα αυταρχισμού |
- αντίδραση προς τον αυταρχισμό της νεολαίας |
- δεν υπόκυψε στον αυταρχισμό του υπουργού |
- κατηγορούσε τον πατέρα του για αυταρχισμό και βάναυση συμπεριφορά στη μητέρα του |
- ήταν η ίδια του η φύση, όταν .. εύρισκε αντίδραση μπροστά της, επιρρεπέστατη στον αυταρχισμό και στη μισαλλοδοξία (Kanellop) |
- υπέστησαν και αυτοί κατά καιρούς τις εκδηλώσεις του αυταρχισμού του (Roussos) |
- μπόρεσε να επιτύχει κάποια δημιουργική σύνθεση του δυτικού φιλελευθερισμού με τον ανατολικό αυταρχισμό (Evelpidis)
- ② authoritarian or autocratic regime, autocracy:
- οι αυταρχισμοί εξελίσσονται κι εκείνοι, .. προσαρμόζονται πονηρά στα καινούργια δεδομένα (Roufos)
[fr kath (neol) αυταρχισμός, der of K αὔταρχος substantiv. (IG Rom. 4.1612) & adj 'autocratic' (Dio C., 61.7)]
- ① = αυταρχικότητα:



