Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπόδεικτο [aftapό∂ikto] το, (L)
- ① sth self-evident:
- δεν είναι δύσκολο να φτάσομε τότε σ' αυτό που ονομάζομε .. αρχές, αξιώματα κλ, στα αυταπόδεικτα και αναπόδεικτα (Tatakis)
- ② quality of being self-evident, self-evidence, patency, obviousness (near-syn προφάνεια):
- οχυρώνεται πίσω από μιαν ιδεολογία κι εν ονόματί της αξιώνει το αλάθητο ή το αξιότιμο, το φερέγγυο ή το ~ (Terzakis)
[fr kath αυταπόδεικτον, substantiv. n of αυταπόδεικτος]
- ① sth self-evident:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταπόδεικτος -η -ο [aftapóδiktos] Ε5 : που από τη φύση του και το περιεχόμενό του αποδεικνύεται με τρόπο εύκολο και απόλυτα πειστικό χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς πρόσθετα στοιχεία· ευκολοαπόδειχτος, αυτονόητος.
[λόγ. < ελνστ. αὐταπόδεικτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπόδεικτος, -η, -ο [aftapό∂iktos] (L) (& D αυταπόδειχτος)
- :
- αυταπόδεικτη αλήθεια, έννοια |
- αυταπόδεικτο αξίωμα |
- δεν υπάρχουν αυταπόδεικτες καταγγελίες |
- αποτέλεσε αυταπόδεικτο λάθος η απαγόρευση, που έκοψε τους βουλευτές από τη μυστική ψηφοφορία |
- ξεκίνησα από μια προϋπόθεση, που την ύπαρξή της τη θεωρώ αυταπόδεικτη (Kanellop) |
- οι κατάφωρες παραβιάσεις των συμβατικών τους υποχρεώσεων .. ήταν ασυγκάλυπτες κι αυταπόδεικτες (Christidis) |
- ένας κανόνας σκληρός .., που έμοιαζε αυταπόδειχτος και δεν είχε καν ανάγκη από ερμηνεία (Theotokas)
[fr kath αυταπόδεικτος ← PatrG (Didymus, +398), cpd w. ἀποδεικτός]



