Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπόδεικτα [aftapό∂ikta] adv (L)
- self-evidently, patently, obviously (near-syn καταφανώς, προφανώς):
- φήμες τερατώδεις και ~ ηλίθιες
[der of αυταπόδεικτος; cf kath αυταποδείκτως]
- self-evidently, patently, obviously (near-syn καταφανώς, προφανώς):



