Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτάρεσκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτάρεσκα [aftáreska] adv (L)
  • in a self-satisfied manner, self-contentedly, smugly, vainly (near-syn ματαιόδοξα, φιλάρεσκα):
    • γελά, χαμογελά ~ |
    • όταν το χαρέμι μαζευτεί, το αρσενικό αρχίζει ~ να κόβει βόλτες γύρω του (Kakridis) |
    • εξακολουθούμε να το επαναλαμβάνουμε ~πως το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε οριστικά (Christidis AK) |
    • φαίνεται να προσέχει ~ τη λαμπρότητά της (TAthanasiadis) |
    • δεν μπορούμε να κραδαίνουμε ~το μπαϊράκι μας με το οποιοδήποτε μεσσιανικό σύνθημά μας (Dizikirikis)

[der of αυτάρεσκος; cf adv αυταρέσκως (Koumanoudis: 1830)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες