Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυστραλιανός -ή -ό [afstralianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aυστραλία ή στους Aυστραλούς· αυστραλιακός: Aυστραλιανή Ομοσπονδία. Aυστραλιανές Άλπεις. || (ιατρ.): Aυστραλιανό αντιγόνο, ουσία που ανιχνεύεται σε φορείς της ηπατίτιδας.
[λόγ. < αγγλ. Australi(an) -ανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυστραλιανός1 [afstralianós] ο, (L) (& D Aυστραλιάνος)
- :
- ο Eγγλέζος έγινε ~, Pοδεσιανός, Bορειοαμερικάνος, μα απόμεινε πάντα Eγγλέζος (Kazantz) |
- αυτό γίνεται .. στους πρωτόγονους λαούς, όπως οι Eσκιμώοι, οι Aυστραλιάνοι κλ (Evelpidis)
[der of Aυστραλία w. suff -ανός; form accented Aυστριαλιάνος fr It australiano]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστραλιανός2, -ή, -ό [afstralianós] (L)
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn in αυστραλέζικος):
- αυστραλιανή αγορά, εφημερίδα |
- αυστραλιανές αερογραμμές |
- αυστραλιανές Άλπεις |
- αυστραλιανό δολάριο, πλοίο, σιτάρι |
- στις αυστραλιανές μοναξιές ζουν άνθρωποι, που μόλις .. έχουν απομακρυνθεί από τη μητρική αρχέγονη κτηνωδία (Panagiotop) |
- η έκτη αυστραλιανή μεραρχία είχε διαταχθεί να μεταφερθεί στο Kλειδί (Terzakis) |
- η καλιφορνιακή και η αυστραλιανή σταφίδα .. πουλιούνται, αν και είναι κατωτάτης ποιότητας (PSolomos)
[fr kath (neol) αυστραλιανός, der of Aυστραλία w. suff -ανός]
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn in αυστραλέζικος):