Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυριανή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυριανή [avrianí] η,
  • the following day, tomorrow (syn η αυρινή, L αύριο2 1, η επαύριο, επόμενη):
    • ας ξημερώσει η ~ και βλέπουμε |
    • την ~ έμελλε να φύγει για την Eυρώπη (Psichari) |
    • poem επήρες το ψωμί της αυριανής και το προσφάγι (Theodorou)

[substantiv. f fr phr αυριανή ημέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες