Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυριανή [avrianí] η,
- the following day, tomorrow (syn η αυρινή, L αύριο2 1, η επαύριο, επόμενη):
- ας ξημερώσει η ~ και βλέπουμε |
- την ~ έμελλε να φύγει για την Eυρώπη (Psichari) |
- poem επήρες το ψωμί της αυριανής και το προσφάγι (Theodorou)
[substantiv. f fr phr αυριανή ημέρα]
- the following day, tomorrow (syn η αυρινή, L αύριο2 1, η επαύριο, επόμενη):