Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξητικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυξητικά [afksitiká] adv (L)
  • ① to an increasing degree, more and more, increasingly (syn phr όλο και περισσότερο):
    • η απομόνωση εξανάγκαζε τον X. να στηρίζεται ~ στην ύφεση, που απομονώνει το καθεστώς ακόμη περισσότερο
  • ② in an augmenting manner, all the more (syn επαυξητικά):
    • ο λόγος του Tηλέμαχου επιβεβαιώνει ~ την προηγουμένη απελπισία του (Maronitis)

[der of αυξητικός; cf K adv αὐξητικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες