Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυξάνων, -ουσα, -ον [afksánon] (L)
- increasing, growing (syn in αυξανόμενος):
- ~ πλούτος |
- στον ολοκληρωμένο έρωτα .. ο πόθος .. γεννιέται κατά αναβαθμούς από την αυξάνουσα ικανοποίησή του (Tsatsos)
[fr kath αυξάνων, prp of αυξάνω]
- increasing, growing (syn in αυξανόμενος):



