Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυνανιζόμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυνανιζόμενος [avnanizόmenos] ο, (L)
  • person masturbating, masturbator

[fr kath αυνανιζόμενος, substantiv. m of prp of αυνανίζομαι; cf obsol syn & der αυνανιστής (Th. Afendoulis, 1876)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες