Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλόθυρα η [avlóθira] Ο27α : αυλόπορτα.
[λόγ.(;) αυλ(ή)1 -ο- + θύρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλόθυρα [avlόθira] η,
- courtyard gate or door (syn αυλόπορτα, εξώπορτα, μαντρόπορτα):
- βαριά, ξύλινη, τετράγωνη ~ |
- η ~ του παπά ήταν κλειδομανταλωμένη (Christovasilis) |
- τον πηγαίνει τα λίγα βήματα ως το δρομάκι, να κλείσει τάχα την ~ (Petsalis) |
- το αυτοκίνητο .. είναι σταματημένο μπροστά στην ~ (Karagatsis) |
- κάτι περίεργα σήμαντρα κρεμασμένα πίσω απ' τις αυλόθυρες (KStergiop) |
- poem .. στέκεται η γυναίκα στην ~, | το ταίρι της, που θα 'ρτει, ν' αντικρύσει (Boumi-P)
[cpd w. θύρα; cf εξώθυρα]
- courtyard gate or door (syn αυλόπορτα, εξώπορτα, μαντρόπορτα):



