Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλητρίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλητρίδα [avlitrí∂a] η, (& kath αυλητρίς) (L) hist = αυλήτρια
:
  • μισοξαπλώναν .. οι προπάτορες, νερώναν και λιγάκι το κρασί, φωνάζαν αυλητρίδες (Psathas) |
  • ~ παίζει διπλό αυλό και μπροστά της σάτυρος χορεύει (DLazaridis) |
  • οι αυλητρίδες του ναού .. πληρώνονταν δέκα δραχμές μισθό το μήνα (ChZalokostas) |
  • η Aηδόνα παρουσιάζεται ως όμορφη εταίρα ~ (FKakridis) |
  • poem φύσηξε στον αυλό της η ~ (Stavrou Ar)
  • [fr kath αυλητρίς ← K (also pap), AG αéλητρίς 'flute-girl' (Simon., A.P. 5.159.1

[6th-5th c. BC]); cf γυνή ἀλετρίς (Odyssey), ὀρχηστρίς 'dancing girl' (Aristoph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες