Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλίτσα [avlítsa] η,
  • small courtyard (syn αυλιδάκι, αυλούλα):
    • η ~ του είχε το πηγάδι της και τις περιπλοκάδες της (Ouranis) |
    • όλες οι γάτες της γειτονιάς .. είχαν τούτη την ~ βασίλειό τους (GSaranti) |
    • στην ~ του μπαίνομε από μια πόρτα με ανώφλι διπλολύγιστο (Karouzos)

[dimin of αυλή w. suff -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες