Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλίτσα [avlítsa] η,
- small courtyard (syn αυλιδάκι, αυλούλα):
- η ~ του είχε το πηγάδι της και τις περιπλοκάδες της (Ouranis) |
- όλες οι γάτες της γειτονιάς .. είχαν τούτη την ~ βασίλειό τους (GSaranti) |
- στην ~ του μπαίνομε από μια πόρτα με ανώφλι διπλολύγιστο (Karouzos)
[dimin of αυλή w. suff -ίτσα]
- small courtyard (syn αυλιδάκι, αυλούλα):



