Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλάκωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλάκωση η [avlákosi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : επιμήκης κοιλότητα ή χαραγματιά σε οποιαδήποτε επιφάνεια· αυλακιά, ράβδωση. || (πληθ.) ελικοειδείς ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης πυροβόλου.

[λόγ. αυλακω- (δες αυλακώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλάκωση [avlákosi] η, (L)
  • ① act or result of grooving, fluting, groove (syn αύλακα 1, ράβδωση):
    • άβαθη, πλατιά ~ |
    • ~ του όπλου rifling |
    • χρήση τρυπάνου για την ~ των καθέτων πτυχών στα φορέματα (Karouzou) |
    • ο βιαστικός τεχνίτης βάθυνε με ευθύγραμμες πλατιές εντομές τις προϋπάρχουσες αυλακώσεις (Pantermalis)
  • ② groove (made by wheels), furrow, rut (syn in αυλάκι 2):
    • στο κατώφλι διακρίνονταν οι αυλακώσεις, που σχηματίστηκαν από τροχοφόρα (Papachatzis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλάκωσις, der of *αυλακώ (cf αυλακώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες