Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθωρεί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθωρεί [afθorí] επίρρ. : (λόγ.) στην έκφραση ~ και παραχρήμα, (πλεοναστικά) την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή· πάραυτα, στη στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. αὐθωρεί]

[Λεξικό Κριαρά]
αυθωρεί, επίρρ.· αυθώρει.
  • Aμέσως, την ίδια στιγμή:
    • Oρίζει γαρ και κράζουσι τον κηπουρόν αυθώρει (Kαλλίμ. 1624).

[μτγν. επίρρ. αυθωρεί. O τ. πιθ. από μετρ. αν.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθωρεί [afθorí] adv (L)
  • at once, immediately, instantly, forthwith (syn αμέσως 2, L αυτοστιγμεί):
    • L phr ~ και παραχρήμα 'id.' |
    • οι εκστατικοί οπαδοί στρέφονται ~ σε νέα ινδάλματα (Terzakis) |
    • η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη κι .. αν δεν σταματήσει ~, η Iταλία θα προβεί σε δράση (id.) |
    • ο T.T. θα υπακούσει ~ και θα μαζέψει όλο το πετρέλαιο (LTheodorakop) |
    • οι λύπες τότε σκορπούν, οι σκέψεις ~ πραγματοποιούνται (IPetrop)

[fr kath αυθωρεί ← MG, K αὐθωρεῖ, or αὐθωρί (LXX+), this fr αὐθωρόν 'immediately' (Hippocr, 5th c. BC; MG αυθωρόν Kallimachos, Doukas), der of αὐθ- & Sρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες