Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθυποστασία [afθipostasía] η, (L)
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
- ο άνθρωπος έχει την ~ του κατά τη γήινη ζωή του (Tatakis, adapted) |
- προσπαθούν να δώσουν απάντηση, που να σώζει τη διδασκαλία για το ηθικό πρόσωπο, την ~ του ανθρώπου (id.)
[fr kath (neol) αυθυποστασία bes αυθυπόστατος]
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):



