Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθυποστασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθυποστασία [afθipostasía] η, (L)
  • existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
    • ο άνθρωπος έχει την ~ του κατά τη γήινη ζωή του (Tatakis, adapted) |
    • προσπαθούν να δώσουν απάντηση, που να σώζει τη διδασκαλία για το ηθικό πρόσωπο, την ~ του ανθρώπου (id.)

[fr kath (neol) αυθυποστασία bes αυθυπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες