Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθυπέρβαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθυπέρβαση [afθipérvasi] η, (L)
  • overcoming or conquering of o.s., self-control:
    • η αξία και η μοναδικότητα του ανθρώπου έγκειται στην ορμή της αυθυπέρβασης (Papanoutsos) |
    • η ηθική θεωρία .. ύψωσε σε περιωπή νέες αρετές, .. την ευγένεια της καρδιάς και τη μεγαλοψυχία, την ~ και την αυτοθυσία (id.)

[fr kath (neol) αυθυπέρβασις, cpd w. υπέρβασις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες