Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθυπέρβαση [afθipérvasi] η, (L)
- overcoming or conquering of o.s., self-control:
- η αξία και η μοναδικότητα του ανθρώπου έγκειται στην ορμή της αυθυπέρβασης (Papanoutsos) |
- η ηθική θεωρία .. ύψωσε σε περιωπή νέες αρετές, .. την ευγένεια της καρδιάς και τη μεγαλοψυχία, την ~ και την αυτοθυσία (id.)
[fr kath (neol) αυθυπέρβασις, cpd w. υπέρβασις]
- overcoming or conquering of o.s., self-control:



