Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθορμησία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθορμησία η [afθormisía] Ο25 : (λόγ., φιλοσ.) αυθορμητισμός.

[λόγ. αυθόρμη(τος) -σία μτφρδ. γαλλ. spontanéité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθορμησία [afθormisía] η, (L) (& D αυθορμησιά)
:
  • ασυλλόγιστη, παρθενική, ρομαντική ~ |
  • οι χριστιανοί δόθηκαν .. με απλή ~ στην πίστη (Tatakis) |
  • ο εξπρεσιονισμός .. όλα τα προσμένει από την ~ (Papanoutsos) |
  • πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην ευχέρεια και ~ της γλωσσικής έκφρασης (Geros) |
  • λίγο λίγο τα γράμματα .. χάσανε τη ζεστασιά τους, την ορμή τους, την αυθορμησιά τους (Petsalis)

[fr kath (neol) αυθορμησία, der of αυθόρμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες