Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθορμήτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθορμήτως [afθormítos] adv (L)
  • without prompting, spontaneously, impulsively (syn in αυθόρμητα):
    • ενήργησε, παραιτήθηκε ~

[fr kath αυθορμήτως ← MG (12th c.), der of αυθόρμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες