Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθορμήτως [afθormítos] adv (L)
- without prompting, spontaneously, impulsively (syn in αυθόρμητα):
- ενήργησε, παραιτήθηκε ~
[fr kath αυθορμήτως ← MG (12th c.), der of αυθόρμητος]
- without prompting, spontaneously, impulsively (syn in αυθόρμητα):



