Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθημερόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθημερόν [afθimerón] επίρρ. : (λόγ.) κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας: Πήγε και ήρθε ~. Παραλαβή ~.

[λόγ. < αρχ. αὐθημερόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθημερόν [afθimerόn] adv (L)
  • on the same day (syn phr την ίδια μέρα):
    • οι φράουλες πρέπει να καταναλώνονται ~, γιατί είναι εξαιρετικά ευαίσθητο φρούτο |
    • καμιά προθεσμία, το έργο έπρεπε να σταματήσει ~ (Athanasiadis-N) |
    • διάβασα ~ τις τετρακόσιες σελίδες του (Chatzinis) |
    • τη γέφυρα του Kοκόρου .. μπήκαν οι γυναίκες ως το στήθος στο νερό και την τελείωσαν ~ (ChZalokostas) [fr kath αυθημερόν ← K (pap), AG (αéτημερόν Herodot. bes αéθημερόν Hippocr), der of αéθÉμαρ (4th c. BC) bes αéτÉμαρ (Iliad & Odyssey) after αéθωρόν etc 'immediately, instantly' (Hippocr; Eunapius, Vita soph. 43

[413 AD]; Acta Joann. 9; Eustathius 158.39; 1062.34)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες